Δευτέρα 19 Ιουλίου 2010

Έλληνες στρατιωτικοί στα αλβανικά στρατόπεδα

Του Ορφέα Μπέτση
Ένα κομμάτι της  γεμάτης ανθρώπινο πόνο  ιστορίας του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα, είναι και αυτό των Ελλήνων στρατιωτικών που ως αιχμάλωτοι των κομμουνιστών ανταρτών μεταφερθήκαν στην Αλβανία, παραδόθηκαν στους Αλβανούς κομμουνιστές και υπέφεραν επί σειρά ετών στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας. Πιστεύω ότι αποτελεί ένα απ’ τα θέματα  που λίγο έχει ερευνηθεί απ’ τους ιστορικούς και δεν έχει απασχολήσει την αρθογραφία πάνω σ’ αυτή την ιστορική περίοδο. Στην Αλβανία ιδιαίτερα, όχι μόνο κατά την περίοδο του Χότζα , αλλά ειδικά τα τελευταία χρόνια, γράφουν προβάλλοντας μόνο τι συνέβη με τους κομμουνιστές Έλληνες του συμμοριτοπόλεμου, πως τους υποδέχονταν και περιέθαλπαν στα νοσοκομεία τους κ.α. (φυσικά όχι πως η μεθόριος είχε μετατραπεί σε λημέρια για τις συμμορίες ή πως διοχετεύονταν οπλισμός) πράγμα το οποίο αποτελούσε δική τους υποχρέωση έναντι της ΚΟΜΙΝΤΕΡΝ.
Παράλληλα όμως εκτυλίσσεται ένα άλλο τραγικό ανθρώπινο δράμα. Πάνω από 500 στρατιωτικοί Έλληνες του τακτικού κυβερνητικού στρατού αιχμαλωτίζονταν απ’ τους κομμουνιστές και στη
συνέχεια υπέφεραν επί πολλά χρόνια στα Αλβανικά στρατόπεδα. Πρόσφατα διαβάζοντας ένα μικρό απλό βιβλίο, γραμμένο στη Θεσσαλονίκη του 1961, απ’ τον Κώστα Βαλκάνο, έναν αξιωματικό που υπηρετούσε στο Γράμμο και υπέστη όλα όσα εξιστορεί, θεώρησα ότι θα είχε αξία όχι μόνο για όσους καταπιάνονται με την ιστορία, να γυρίσουμε σ’ αυτό το θέμα.
Η αναδημοσίευση ορισμένων παραγράφων απ’ το βιβλίο αυτό ντοκουμέντο: Κώστας Βαλκάνος «Από τα χέρια των «ελευθερωτών» στα νύχια της Αλβανικής Αστυνομίας», δεν αποσκοπεί να αναμοχλεύσει πάθη αυτής της πλέον ατυχούς περιόδου της νεότερης ιστορίας αλλά να καταγραφεί έστω εκ των υστέρων ότι μαζί με τους χιλιάδες Βορειοηπειρώτες φυλακισμένους και εξορισμένους στα στρατόπεδα καταναγκαστικών έργων υπέφεραν μαζί τους και δεκάδες Έλληνες θύματα επίσης της κομμουνιστικής παραπλάνησης για δήθεν μια κοινωνία δικαιοσύνης και ισότητας.
Στα στρατόπεδα της Αλβανίας βρέθηκαν τρεις κατηγορίες ανθρώπων: α) στρατιωτικοί αιχμάλωτοι, αξιωματικοί και στρατιώτες που πιάστηκαν από τους αντάρτες σε μάχες και ενέδρες και στη συνέχεια όπως στα αρχαία σκλαβοπάζαρα παραδόθηκαν στους Αλβανούς β) αυτόμολοι στρατιώτες που ή ήταν κομμουνιστές ή παρασύρθηκαν απ’ την προπαγάνδα του ΕΑΜ και παράτησαν τα καθήκοντα τους και ήρθαν στην Αλβανία να βρουν τον παράδεισο αλλά βρέθηκαν να αποξηραίνουν βάλτους και να ανοίγουν δρόμους και γ) απαχθέντες απ’ τους αντάρτες πολίτες που ξεσπιτώνονταν απ’ ορεινά χωριά.
Και που δεν εργάστηκαν οι άνθρωποι αυτοί.
Με ένα τρόπο αρκετά περιγραφικό ο συγγραφέας τα καταφέρνει να μας μεταφέρει στην κάθε ημέρα και μάλιστα στην κάθε ώρα της ζωής στα άθλια εκείνα στρατόπεδα. Εκεί όπου ο άνθρωπος εξαθλιώνεται και όπου απ’ τη πολύ εργασία, τις πολύ δύσκολες συνθήκες διαβίωσης, τους βασανισμούς και την εγκατάλειψη φτάνει πολλές φορές κοντά στο θάνατο.
  Απ’ τις πρώτες κιόλας σελίδες διαβάζει κανείς τον τρόμο και τη λαχτάρα που ένοιωσαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι όταν απ’ το Μοράβα οδηγήθηκαν στην Ερσέκα και μετά στην Κορυτσά. Ο ίδιος ο συγγραφέας, τώρα ως αιχμάλωτος, είχε ξαναμπεί στην Κορυτσά με τον Ελληνικό στρατό το Δεκέμβριο του 1940 και μπορεί να συγκρίνει το κλίμα πανηγυρισμού τότε και την υποδοχή των κατοίκων, τον φόβο και τρόμο που είχε επιβληθεί μόλις 8 χρόνια μετά. Διότι τα γεγονότα εκτυλίσσονται το 1949. Στις 29 Αυγούστου 1949 ο Έλληνας αυτός αξιωματικός βρέθηκε στην Κορυτσά και γράφει: «…όσοι από μας έτυχε να ιδούμε αυτό με τα μάτια μας, όταν σαν ελευθερωτές μπαίναμε το 1940 στην Κορυτσά, δεν μπορούσαμε παρά να νοιώσουμε ρίγος και ιερή συγκίνηση. Δεν μπορούσαμε παρά να στυλώσουμε τα μάτια μας στη νοερή κινηματογραφική ταινία που προβάλλονταν μπροστά μας, με το φτερούγισμα της σκέψης στα περασμένα. Τότε που χιλιάδες άνθρωποι μας αγκάλιαζαν αδελφικά με γέλια και δάκρυα χαράς, τότε που όλες οι αγνές ελληνοπούλες με τις αγκαλιές γεμάτες λουλούδια έραιναν τον ελευθερωτή αδελφό…
Τώρα είναι οι ίδιες πόλεις, μα πόλεις νεκροταφεία, ερημικές, με άδεια καταστήματα, χωρίς κίνηση, χωρίς ζωντάνια. Οι ίδιοι εκείνοι άνθρωποι, μα με σφραγισμένα τα χείλη μην τυχόν και ξεφύγει ο πόνος που πιέζει την ψυχή τους…»
Η συνέχεια, της τρομακτικής διήγησης είναι μια αναπαράσταση γνωστών εν πολλοίς σκηνών από αφηγήσεις άλλων κρατουμένων και εξορισμένων. Αλλά δεν ήταν λίγα ήταν 7 ολόκληρα χρόνια, αφού όλη αυτή η παράνομη κράτηση κατά παραβίαση κάθε έννοιας διεθνούς νομιμότητας, συνεχίστηκε επί 7 χρόνια. Τον Αύγουστο του 1956, κατόπιν χειρισμών του Ελληνικού Υπουργείου των Εξωτερικών και υπό την αιγίδα του Ερυθρού Σταυρού έγινε ο επαναπατρισμός μέρους των ανθρώπων αυτών.
Μέρους μόνον διότι άλλοι υπέκυψαν στα στρατόπεδα κράτησης και άλλοι δεν παραδόθηκαν απ’ τους Αλβανούς καθώς δεν τους ζήτησε κανείς συγγενής απ’ την Ελλάδα.
Η συνέχεια έχει:  Στρατόπεδο Μπουρέλι, Στρατόπεδο Ελμπασάν, Στρατόπεδο Βαλλίας, άνοιγμα καινούργιας γης δια ξεριζώματος δέντρων, Στρατόπεδο Σουκθ, καλύβες με άχυρο σκεπασμένες , σισσύτιο στην ουσία νεροζούμια με λίγα λάχανα, αναγνώσματα απ’το Μαρξ και το Λένιν, χωροφύλακες Αλβανοί και ξυλοδαρμοί με μαγκούρες. Λίγη χαρά καθώς το 1951 επέτρεψαν να φτάσουν κάποια δέματα απ’την Ελλάδα ή και αλλού για τους κρατούμενους στις απάνθρωπες συνθήκες όπως περιγράφονται…
Και στη συνέχεια Στρατόπεδο του Μιφόλ και κατασκευή με εργασία μέσα σε βάλτο και έλος μεγάλου αρδευτικού καναναλιού απ’ το ποτάμι Αωός προς την πεδιάδα της Μουζακιάς.
Και τέλος η επιστροφή στην Πατρίδα. Διηγείται ο αξιωματικός αυτός που τα έζησε τα γεγονότα: «… έτσι φθάσαμε στο Δυρράχιο.Μια μικτή Έλληνο –Αλβανική επιτροπή φρόντιζε για την παράδοση και παραλαβή και σε συνέχεια δυό –τρεις βενζινάκατες μας μετέφεραν διαδοχικά στο αρματαγωγό «Αλιάκμωνα» π’ αρμένιζε λίγο ποιο ανοιχτά» μ΄ όλη τη μεγαλοπρέπεια κι΄επιβλητικότητα του. Το τι αισθανόμαστε μπαίνοντας στο πλοίο, είναι αδύνατο να το περιγράψουμε.
Στις 24 Αυγούστου φτάσαμε στον Πειραιά.
Χιλιάδες περίμεναν στο λιμάνι, άλλοι να υποδεχτούν τους δικούς τους, άλλοι να πληροφορηθούν για δικούς τους που τους έχουν χάσει στον πόλεμο και άλλοι από περιέργεια…».